- πνευματοκίνητος
- -ον, ΜΑαυτός που καθοδηγείται στις κινήσεις του από το Άγιο Πνεύμα («τῆς πνευματοκινήτου τῶν θεολόγων δυνάμεως», Δίον. Αρεοπ.). Επιρρ. πνευματοκινήτως, ΜΑκατά τρόπο πνευματοκίνητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κινητός (< κινοῦμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.