πνευματοκίνητος

πνευματοκίνητος
-ον, ΜΑ
αυτός που καθοδηγείται στις κινήσεις του από το Άγιο Πνεύμα («τῆς πνευματοκινήτου τῶν θεολόγων δυνάμεως», Δίον. Αρεοπ.). Επιρρ. πνευματοκινήτως, ΜΑ
κατά τρόπο πνευματοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + κινητός (< κινοῦμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • ՀՈԳԵՇԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 2 0112 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 13c ա. ՀՈԳԵՇԱՐԺ կամ ՀՈԳԷՇԱՐԺ. πνευματοκίνητος a spiritu motus, inspiratus. Շարժեալ կամ ազդեալ ʼի հոգւոյն սրբոյ. *Յայտնաբանութեամբք հոգեշարժ զօրութեան աստուածաբանիցն. Դիոն. ածայ.: *Հոգեշարժ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”